γελωτ'

γελωτ'
γελωτά , γελωτός
neut nom/voc/acc pl
γελωτά̱ , γελωτός
fem nom/voc/acc dual
γελωτά̱ , γελωτός
fem nom/voc sg (doric aeolic)
γελωτέ , γελωτός
masc voc sg
γελωταί , γελωτός
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γέλωτ' — γέλωτα , γέλως laughter masc acc sg γέλωτι , γέλως laughter masc dat sg γέλωτε , γέλως laughter masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”